χυτρόπους

Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / χυτρόπους τὸ χυτρόπουν
      γενική τοῦ/τῆς χυτρόποδος τοῦ χυτρόποδος
      δοτική τῷ/τῇ χυτρόπόδ τῷ χυτρόποδ
    αιτιατική τὸν/τὴν χυτρόποδ τὸ χυτρόπουν
     κλητική ! χυτρόπους χυτρόπουν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ χυτρόποδες τὰ χυτρόποδ
      γενική τῶν χυτροπόδων τῶν χυτροπόδων
      δοτική τοῖς/ταῖς χυτρόποσῐ(ν) τοῖς χυτρόποσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς χυτρόποδᾰς τὰ χυτρόποδ
     κλητική ! χυτρόποδες χυτρόποδ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ χυτρόποδε τὼ χυτρόποδε
      γεν-δοτ τοῖν χυτροπόδοιν τοῖν χυτροπόδοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ταχύπους' όπως «ταχύπους» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

χυτρόπους < χύτρα και πούς

Ουσιαστικό

χυτρόπους αρσενικό

  • η μεταλλική ή από άλλο υλικό βάση στην οποία στερέωναν τη χύτρα πάνω από τη φωτιά, η πυροστιά, συνήθως σιδερένιος τρίποδας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.