χρωματόσωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | χρωματόσωμα | τα | χρωματοσώματα |
| γενική | του | χρωματοσώματος | των | χρωματοσωμάτων |
| αιτιατική | το | χρωματόσωμα | τα | χρωματοσώματα |
| κλητική | χρωματόσωμα | χρωματοσώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
χρωματόσωμα ουδέτερο και χρωμόσωμα
Μεταφράσεις
χρωματόσωμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.