χρωμίτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χρωμίτης οι χρωμίτες
      γενική του χρωμίτη των χρωμιτών
    αιτιατική τον χρωμίτη τους χρωμίτες
     κλητική χρωμίτη χρωμίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Κομμάτι χρωμίτη

Ετυμολογία

χρωμίτης < χρώμ(ιο) + -ίτης  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

χρωμίτης αρσενικό

  • το κυριότερο μετάλλευμα για παραγωγή χρωμίου, ορυκτό οξείδιο του σιδήρου και του χρωμίου

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.