χρυσόμηλο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χρυσόμηλο τα χρυσόμηλα
      γενική του χρυσόμηλου των χρυσόμηλων
    αιτιατική το χρυσόμηλο τα χρυσόμηλα
     κλητική χρυσόμηλο χρυσόμηλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χρυσόμηλο < χρυσό + μήλο  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

χρυσόμηλο αρσενικό

  • (κυπριακά) βερύκοκο
      Τα δε χρυσόμηλα αυτής, τα παρ' ημίν βερίκοκκα, είνε μέν άφθονα, αλλ' ουχί και καλής ποιότητος (Αθανάσιος Α. Σακελλάριος, Τα Κυπριακά: Γεωγραφία, ιστορία, δημόσιος και ιδιωτικός βίος, τύποις Π.Δ. Σακελλαρίου, 1890, σελ. 246 )

Συγγενικά

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.