χρυσομηλιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | χρυσομηλιά | οι | χρυσομηλιές |
| γενική | της | χρυσομηλιάς | των | χρυσομηλιών |
| αιτιατική | τη | χρυσομηλιά | τις | χρυσομηλιές |
| κλητική | χρυσομηλιά | χρυσομηλιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χρυσομηλιά < → λείπει η ετυμολογία
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
χρυσομηλιά
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.