χρυσορράπτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | χρυσορράπτης | οι | χρυσορράπτες, χρυσορράπτηδες & χρυσορραπτάδες |
| γενική | του | χρυσορράπτη | των | χρυσορραπτών, χρυσορράπτηδων & χρυσορραπτάδων |
| αιτιατική | τον | χρυσορράπτη | τους | χρυσορράπτες, χρυσορράπτηδες & χρυσορραπτάδες |
| κλητική | χρυσορράπτη | χρυσορράπτες, χρυσορράπτηδες & χρυσορραπτάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ράφτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.