χρυσορράπτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χρυσορράπτης οι χρυσορράπτες, χρυσορράπτηδες
& χρυσορραπτάδες
      γενική του χρυσορράπτη των χρυσορραπτών, χρυσορράπτηδων
& χρυσορραπτάδων
    αιτιατική τον χρυσορράπτη τους χρυσορράπτες, χρυσορράπτηδες
& χρυσορραπτάδες
     κλητική χρυσορράπτη χρυσορράπτες, χρυσορράπτηδες
& χρυσορραπτάδες
Κατηγορία όπως «ράφτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χρυσορράπτης < χρυσο- + ράπτης με ρρ

Ουσιαστικό

χρυσορράπτης αρσενικό

  • (επάγγελμα) άλλη γραφή του χρυσοράφτης
      τέτοια σωτήρια επαγγέλματα ήσαν τον 11ο αι. και παραμένουν ή αναβιώνουν: καλόγερος, χρυσορράπτης, τσαγκάρης, φούρναρης κ.ά. (Θυμοσοφίες για το παρελθόν και το μέλλον, εφημ. ΤΟ ΒΗΜΑ, 24/11/2008 )

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.