χρονοδιακόπτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | χρονοδιακόπτης | οι | χρονοδιακόπτες |
| γενική | του | χρονοδιακόπτη | των | χρονοδιακοπτών |
| αιτιατική | τον | χρονοδιακόπτη | τους | χρονοδιακόπτες |
| κλητική | χρονοδιακόπτη | χρονοδιακόπτες | ||
| δύσχρηστη η γενική πληθυντικού | ||||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
χρονοδιακόπτης αρσενικό
- ωρολογιακός μηχανισμός που ρυθμίζει τη χρονική διάρκεια λειτουργίας μιας συσκευής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.