χριστόξυλο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χριστόξυλο τα χριστόξυλα
      γενική του χριστόξυλου των χριστόξυλων
    αιτιατική το χριστόξυλο τα χριστόξυλα
     κλητική χριστόξυλο χριστόξυλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χριστόξυλο < Χριστός + -ο- + ξύλο

Ουσιαστικό

χριστόξυλο ουδέτερο

  • (λαογραφία) ξύλο που καίγεται στο τζάκι την περίοδο των Χριστουγέννων ή του Δωδεκαημέρου
    Για το χριστόξυλο, το πάντρεμα της φωτιάς με ξύλα από ένα δέντρο με θηλυκή ονομασία και ένα με αρσενική, και άλλα έθιμα που τηρούνταν στην Ελλάδα και έχουν σχέση με τη δασοπονία, μίλησαν στο ΑΠΕ-ΜΠΕ οι καθηγητές στο Τμήμα Δασοπονίας και Διαχείρισης Φυσικού Περιβάλλοντος του ΤΕΙ Στερεάς Ελλάδας (*)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.