χρηματοφυλάκιον

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ χρηματοφυλάκιον τὰ χρηματοφυλάκι
      γενική τοῦ χρηματοφυλακίου τῶν χρηματοφυλακίων
      δοτική τῷ χρηματοφυλακί τοῖς χρηματοφυλακίοις
    αιτιατική τὸ χρηματοφυλάκιον τὰ χρηματοφυλάκι
     κλητική ! χρηματοφυλάκιον χρηματοφυλάκι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χρηματοφυλακίω
γεν-δοτ τοῖν  χρηματοφυλακίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χρηματοφυλάκιον (ελληνιστική κοινή) < χρηματο- + φυλάκιον, τύπος του φυλακείον

Ουσιαστικό

χρηματοφυλάκιον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

Αναφορές

  1. χρηματοφυλάκιον σελ.7899-7900 -  Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.