χρεοπίστωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χρεοπίστωση οι χρεοπιστώσεις
      γενική της χρεοπίστωσης* των χρεοπιστώσεων
    αιτιατική τη χρεοπίστωση τις χρεοπιστώσεις
     κλητική χρεοπίστωση χρεοπιστώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, χρεοπιστώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χρεοπίστωση < χρεοπιστώνω + -ση

Ουσιαστικό

χρεοπίστωση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.