χούγι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | χούγι | τα | χούγια |
| γενική | του | χουγιού | των | χουγιών |
| αιτιατική | το | χούγι | τα | χούγια |
| κλητική | χούγι | χούγια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χούγι < (άμεσο δάνειο) τουρκική huy < περσική خوى (χūy)
Μεταφράσεις
χούγι
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.