χούγια

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

χούγια ουδέτερο

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του χούι
    άλλη μορφή : χούια
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του χούγι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.