χούγια
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
χούγια ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του χούι
- άλλη μορφή : χούια
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του χούγι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.