χορεία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χορεία οι χορείες
      γενική της χορείας των χορειών
    αιτιατική τη χορεία τις χορείες
     κλητική χορεία χορείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χορεία < αρχαία ελληνική χορεία < χορός (ο κυκλικός χορός, με περιστροφή) για το 1 και 2 -η γαλλική λέξη chorée για το 3 (αν και προήλθε από τη λατινική chorea που προήλθε από την αρχαία ελληνική χορεία)

Ουσιαστικό

χορεία θηλυκό

  1. ομάδα με θετικό εύσημο
  2. η χορεία των αγγέλων, των επιστημόνων που διαπρέπουν στο εξωτερικό και τιμούν τον τόπο τους, των ποιητών που έχουν διακριθεί διεθνώς
  3. χορός της αρχαίας Ελλάδας κυκλικός, με περιστροφή
  4. νευρολογική νόσος

Μεταφράσεις


Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

χορεία < χορεῖος

Ουσιαστικό

χορεία θηλυκό

  1. κυκλικός χορός με περιστροφή, κυκλική κλινηση, περιφορά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.