χοντρικά
Νέα ελληνικά (el)
Επίρρημα
χοντρικά
- με έναν κατά προσέγγιση υπολογισμό, περίπου
- σε τιμές χονδρικού εμπορίου
- (κατ’ επέκταση) σε μεγάλες ποσότητες
Σημειώσεις
- αν και οι λέξεις είναι ταυτόσημες συνήθως, σε περίπτωση που χρειάζεται να είναι πιο διευκρινιστικό, χρησιμοποιείται η έκφραση χονδρικά για το εμπόριο, ενώ η χοντρικά για το κατά προσέγγιση
Μεταφράσεις
Κλιτικός τύπος επιθέτου
χοντρικά ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (χοντρικό) του χοντρικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.