χοντρικά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

χοντρικά < χοντρικός +

Επίρρημα

χοντρικά

  1. με έναν κατά προσέγγιση υπολογισμό, περίπου
  2. σε τιμές χονδρικού εμπορίου
  3. (κατ’ επέκταση) σε μεγάλες ποσότητες

Σημειώσεις

  • αν και οι λέξεις είναι ταυτόσημες συνήθως, σε περίπτωση που χρειάζεται να είναι πιο διευκρινιστικό, χρησιμοποιείται η έκφραση χονδρικά για το εμπόριο, ενώ η χοντρικά για το κατά προσέγγιση

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

χοντρικά ουδέτερο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.