χολώδης

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

χολώδης < χόλος ή χολή και εἶδος

Επίθετο

χολώδης, ης, ες

  1. όμοιος με χολή, πικρός, πικρόχολος
  2. όμοιος με χολή ως προς το σκούρο πράσινο χρώμα
  3. οργισμένος, οργίλος

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.