χολώδης
Αρχαία ελληνικά (grc)
Επίθετο
χολώδης, ης, ες
- όμοιος με χολή, πικρός, πικρόχολος
- όμοιος με χολή ως προς το σκούρο πράσινο χρώμα
- οργισμένος, οργίλος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.