χολωτός
Αρχαία ελληνικά
(grc)
Ετυμολογία
χολωτός
<
χόλος
ή
χολή
Επίθετο
χολωτός
, ή, όν
οργισμένος
, πλήρης
οργής
, ο
χολώδης
Συγγενικά
χολή
χολέρα
χόλος
χολόω
χολάω
χολόομαι
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.