χοιροτροφεῖον

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ χοιροτροφεῖον τὰ χοιροτροφεῖ
      γενική τοῦ χοιροτροφείου τῶν χοιροτροφείων
      δοτική τῷ χοιροτροφεί τοῖς χοιροτροφείοις
    αιτιατική τὸ χοιροτροφεῖον τὰ χοιροτροφεῖ
     κλητική ! χοιροτροφεῖον χοιροτροφεῖ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χοιροτροφείω
γεν-δοτ τοῖν  χοιροτροφείοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χοιροτροφεῖον (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική χοῖρο(ς) + -τροφεῖον

Ουσιαστικό

χοιροτροφεῖον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

Συνώνυμα

  • χοιροκομεῖον
  • χοιροστρόφιον

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.