χοιροτροφία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χοιροτροφία οι χοιροτροφίες
      γενική της χοιροτροφίας των χοιροτροφιών
    αιτιατική τη χοιροτροφία τις χοιροτροφίες
     κλητική χοιροτροφία χοιροτροφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χοιροτροφία (μαρτυρείται από το 1854)[1] < χοιροτρόφος + -ία

Ουσιαστικό

χοιροτροφία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. σελ. 1114, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.