χμ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- χμ: (ηχομιμητική λέξη)
Επιφώνημα
χμ και με έμφαση χμμ
- (προφορικό) για έκφραση:
- αβεβαιότητας,[1] αμφιβολίας, απορίας, διαδικασία ή κατάσταση περίσκεψης ή συλλογισμού[2]
- κατάφασης,[2] σε συνδυασμό με κάποιο από τα παραπάνω στοιχεία
Συνώνυμα
Αναφορές
- Σωφρόνης Χατζησαββίδης και Αθανασία Χατζησαββίδου, Γραμματική Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Α-Β-Γ Γυμνασίου), ενότητα «10. Επιφωνήματα». Ινστιτούτο Τεχνολογίας και Υπολογιστών Εκδόσεων Διόφαντος. Στο ιστότοπο Φωτόδεντρο, Διαδραστικά Σχολικά Βιβλία (ebooks.edu.gr)· πρόσβαση: 2022-02-09.
- χμ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.