χλώρωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χλώρωση οι χλωρώσεις
      γενική της χλώρωσης* των χλωρώσεων
    αιτιατική τη χλώρωση τις χλωρώσεις
     κλητική χλώρωση χλωρώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, χλωρώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χλώρωση < (ελληνιστική κοινή) χλωριάω ή χλωράω - χλωρῶ

Ουσιαστικό

χλώρωση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.