χλαπάκιασμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χλαπάκιασμα τα χλαπακιάσματα
      γενική του χλαπακιάσματος των χλαπακιασμάτων
    αιτιατική το χλαπάκιασμα τα χλαπακιάσματα
     κλητική χλαπάκιασμα χλαπακιάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χλαπάκιασμα < χλαπακιάζω + -μα < (ηχομιμητική λέξη)

Ουσιαστικό

χλαπάκιασμα ουδέτερο (πιο δόκιμο στον ενικό)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.