χιονοτρόφος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / χιονοτρόφος τὸ χιονοτρόφον
      γενική τοῦ/τῆς χιονοτρόφου τοῦ χιονοτρόφου
      δοτική τῷ/τῇ χιονοτρόφ τῷ χιονοτρόφ
    αιτιατική τὸν/τὴν χιονοτρόφον τὸ χιονοτρόφον
     κλητική ! χιονοτρόφε χιονοτρόφον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ χιονοτρόφοι τὰ χιονοτρόφ
      γενική τῶν χιονοτρόφων τῶν χιονοτρόφων
      δοτική τοῖς/ταῖς χιονοτρόφοις τοῖς χιονοτρόφοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς χιονοτρόφους τὰ χιονοτρόφ
     κλητική ! χιονοτρόφοι χιονοτρόφ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ χιονοτρόφω τὼ χιονοτρόφω
      γεν-δοτ τοῖν χιονοτρόφοιν τοῖν χιονοτρόφοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

χιονοτρόφος < χιόν(ος) + -ο- + -τρόφος

Επίθετο

χιονοτρόφος, ος, ον

  • κυριολεκτικά που τρέφεται με χιόνι, μεταφορικά γεμάτος με χιόνι, χιονοσκέπαστος
      Ἀρτέμιδος χιονοτρόφον ὄμμα Κιθαιρών (Ευριπίδης, Φοίνισσες)
    Της Αρτέμιδας, ο χιονοσκέπαστος, αγαπημένος Κιθαιρώνας

Συνώνυμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.