χιονοτρόφος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | χιονοτρόφος | τὸ | χιονοτρόφον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | χιονοτρόφου | τοῦ | χιονοτρόφου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | χιονοτρόφῳ | τῷ | χιονοτρόφῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | χιονοτρόφον | τὸ | χιονοτρόφον | ||
| κλητική ὦ! | χιονοτρόφε | χιονοτρόφον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | χιονοτρόφοι | τὰ | χιονοτρόφᾰ | ||
| γενική | τῶν | χιονοτρόφων | τῶν | χιονοτρόφων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | χιονοτρόφοις | τοῖς | χιονοτρόφοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | χιονοτρόφους | τὰ | χιονοτρόφᾰ | ||
| κλητική ὦ! | χιονοτρόφοι | χιονοτρόφᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χιονοτρόφω | τὼ | χιονοτρόφω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | χιονοτρόφοιν | τοῖν | χιονοτρόφοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
χιονοτρόφος, ος, ον
- κυριολεκτικά που τρέφεται με χιόνι, μεταφορικά γεμάτος με χιόνι, χιονοσκέπαστος
Συνώνυμα
Πηγές
- χιονοτρόφος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χιονοτρόφος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.