χιονοδρόμιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | χιονοδρόμιο | τα | χιονοδρόμια |
| γενική | του | χιονοδρομίου & χιονοδρόμιου |
των | χιονοδρομίων |
| αιτιατική | το | χιονοδρόμιο | τα | χιονοδρόμια |
| κλητική | χιονοδρόμιο | χιονοδρόμια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Προφορά
- ΔΦΑ : /ço.noˈðɾo.mi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χιο‐νο‐δρό‐μι‐ο
- χιονοδρομικό κέντρο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.