χθαμαλότης
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| χθᾰμᾰλοτητ- | ||||||||
| ονομαστική | ἡ | χθαμαλότης | αἱ | χθαμαλότητες | ||||
| γενική | τῆς | χθαμαλότητος | τῶν | χθαμαλοτήτων | ||||
| δοτική | τῇ | χθαμαλότητῐ | ταῖς | χθαμαλότησῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὴν | χθαμαλότητᾰ | τὰς | χθαμαλότητᾰς | ||||
| κλητική ὦ! | χθαμαλότης | χθαμαλότητες | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χθαμαλότητε | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | χθαμαλοτήτοιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- χθαμαλότης (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική χθαμαλ(ός) + -ότης [1]
Ουσιαστικό
χθᾰμᾰλότης, -ητος θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- η χθαμαλότητα, η ιδιότητα του χθαμαλού, του χαμηλού
Αναφορές
- χθαμαλός - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- χθαμαλότης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.