χερσάδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | χερσάδα | οι | χερσάδες |
| γενική | της | χερσάδας | των | χερσάδων |
| αιτιατική | τη | χερσάδα | τις | χερσάδες |
| κλητική | χερσάδα | χερσάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χερσάδα < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /çeɾˈsa.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χερ‐σά‐δα
Μεταφράσεις
χερσάδα
|
|
Αναφορές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.