χερσάδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χερσάδα οι χερσάδες
      γενική της χερσάδας των χερσάδων
    αιτιατική τη χερσάδα τις χερσάδες
     κλητική χερσάδα χερσάδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χερσάδα < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

ΔΦΑ : /çeɾˈsa.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χερσάδα

Ουσιαστικό

χερσάδα θηλυκό

  • κομμάτι γης που δε έχει δέντρα και άλλα φυτά[1]

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.