χεράκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | χεράκι | τα | χεράκια |
| γενική | — | — | ||
| αιτιατική | το | χεράκι | τα | χεράκια |
| κλητική | χεράκι | χεράκια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χεράκι < υποκοριστικό του χέρι
Εκφράσεις
- τα λέω ένα χεράκι:
- μιλάω χωρίς περιστροφές
- θα πάω από εκεί να του τα πω ένα χεράκι να ξαλαφρώσω
- μιλάω χωρίς περιστροφές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.