χελιδονοφωλιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χελιδονοφωλιά οι χελιδονοφωλιές
      γενική της χελιδονοφωλιάς των χελιδονοφωλιών
    αιτιατική τη χελιδονοφωλιά τις χελιδονοφωλιές
     κλητική χελιδονοφωλιά χελιδονοφωλιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χελιδονοφωλιά < χελιδόνι και φωλιά

Ουσιαστικό

χελιδονοφωλιά θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.