χελιδονιδεύς
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | χελιδονιδεύς | οἱ | χελιδονιδεῖς | ||||
| γενική | τοῦ | χελιδονιδέως | τῶν | χελιδονιδέων | ||||
| δοτική | τῷ | χελιδονιδεῖ | τοῖς | χελιδονιδεῦσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὸν | χελιδονιδέᾱ | τοὺς | χελιδονιδέᾱς | ||||
| κλητική ὦ! | χελιδονιδεῦ | χελιδονιδεῖς | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χελιδονιδεῖ | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | χελιδονιδέοιν | ||||||
| Δεν καταγράφονται καταλήξεις πληθυντικού σε -ῆς. | ||||||||
| 3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'Ἀντιοχεύς' όπως «Ἀντιοχεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- χελιδονιδεύς (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική χελιδόν(ος) + -ιδεύς
Πηγές
- χελιδονιδεύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.