χειρόβιδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χειρόβιδα οι χειρόβιδες
      γενική της χειρόβιδας των χειρόβιδων
    αιτιατική τη χειρόβιδα τις χειρόβιδες
     κλητική χειρόβιδα χειρόβιδες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
χειρόβιδες

Ετυμολογία

χειρόβιδα <  δείτε τις λέξεις χείρ και βίδα, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική thumbscrew

Ουσιαστικό

χειρόβιδα θηλυκό

  • (τεχνολογία, μηχανολογία) βίδα που μπορεί να βιδωθεί-ξεβιδωθεί με το χέρι χωρίς την χρήση εργαλείων, επειδή έχει αντιολισθητική κεφαλή

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.