χειραφέτηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | χειραφέτηση | οι | χειραφετήσεις |
| γενική | της | χειραφέτησης* | των | χειραφετήσεων |
| αιτιατική | τη | χειραφέτηση | τις | χειραφετήσεις |
| κλητική | χειραφέτηση | χειραφετήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, χειραφετήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
χειραφέτηση θηλυκό (χειραφέτησις)
- το να γίνεται κανείς κύριος της τύχης του, ανεξάρτητος· η απελευθέρωση από τα δεσμά μιας εξουσίας
- η χειραφέτηση της γυναίκας ήταν αποτέλεσμα μακρών αγώνων
Μεταφράσεις
Αναφορές
- χειραφέτηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.