χειραγωγώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- χειραγωγώ < ελληνιστική κοινή χειραγωγέω / χειραγωγῶ < αρχαία ελληνική χείρ + ἄγω
Ρήμα
χειραγωγώ
Συγγενικά
- αχειραγώγητα
- αχειραγώγητος
- αχειραγωγήτως
- χειραγωγημένος
- χειραγώγηση
- χειραγωγήσιμος
- χειραγωγία
- χειραγωγός
- → δείτε τις λέξεις χέρι και άγω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | χειραγωγώ | χειραγωγούσα | θα χειραγωγώ | να χειραγωγώ | χειραγωγώντας | |
| β' ενικ. | χειραγωγείς | χειραγωγούσες | θα χειραγωγείς | να χειραγωγείς | (χειραγώγει) | |
| γ' ενικ. | χειραγωγεί | χειραγωγούσε | θα χειραγωγεί | να χειραγωγεί | ||
| α' πληθ. | χειραγωγούμε | χειραγωγούσαμε | θα χειραγωγούμε | να χειραγωγούμε | ||
| β' πληθ. | χειραγωγείτε | χειραγωγούσατε | θα χειραγωγείτε | να χειραγωγείτε | χειραγωγείτε | |
| γ' πληθ. | χειραγωγούν(ε) | χειραγωγούσαν(ε) | θα χειραγωγούν(ε) | να χειραγωγούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | χειραγώγησα | θα χειραγωγήσω | να χειραγωγήσω | χειραγωγήσει | ||
| β' ενικ. | χειραγώγησες | θα χειραγωγήσεις | να χειραγωγήσεις | χειραγώγησε | ||
| γ' ενικ. | χειραγώγησε | θα χειραγωγήσει | να χειραγωγήσει | |||
| α' πληθ. | χειραγωγήσαμε | θα χειραγωγήσουμε | να χειραγωγήσουμε | |||
| β' πληθ. | χειραγωγήσατε | θα χειραγωγήσετε | να χειραγωγήσετε | χειραγωγήστε | ||
| γ' πληθ. | χειραγώγησαν χειραγωγήσαν(ε) |
θα χειραγωγήσουν(ε) | να χειραγωγήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω χειραγωγήσει | είχα χειραγωγήσει | θα έχω χειραγωγήσει | να έχω χειραγωγήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις χειραγωγήσει | είχες χειραγωγήσει | θα έχεις χειραγωγήσει | να έχεις χειραγωγήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει χειραγωγήσει | είχε χειραγωγήσει | θα έχει χειραγωγήσει | να έχει χειραγωγήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε χειραγωγήσει | είχαμε χειραγωγήσει | θα έχουμε χειραγωγήσει | να έχουμε χειραγωγήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε χειραγωγήσει | είχατε χειραγωγήσει | θα έχετε χειραγωγήσει | να έχετε χειραγωγήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν χειραγωγήσει | είχαν χειραγωγήσει | θα έχουν χειραγωγήσει | να έχουν χειραγωγήσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.