χειραγωγώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

χειραγωγώ < ελληνιστική κοινή χειραγωγέω / χειραγωγῶ < αρχαία ελληνική χείρ + ἄγω

Ρήμα

χειραγωγώ

  1. (λόγιο) οδηγώ κάποιον πιάνοντάς τον απ’ το χέρι
  2. (κατ’ επέκταση) (λόγιο) καθοδηγώ
  3. (λόγιο) επηρεάζω κάποιον και τον κατευθύνω σαν να είναι ένα άβουλο ον, διότι έχω συγκεκριμένο σκοπό

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.