χειλάκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χειλάκι τα χειλάκια
      γενική
    αιτιατική το χειλάκι τα χειλάκια
     κλητική χειλάκι χειλάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χειλάκι < χείλι + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Ουσιαστικό

χειλάκι ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.