χαύνωσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | χαύνωσῐς | αἱ | χαυνώσεις |
| γενική | τῆς | χαυνώσεως | τῶν | χαυνώσεων |
| δοτική | τῇ | χαυνώσει | ταῖς | χαυνώσεσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | χαύνωσῐν | τὰς | χαυνώσεις |
| κλητική ὦ! | χαύνωσῐ | χαυνώσεις | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χαυνώσει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | χαυνωσέοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
χαύνωσις, -εως
- το να νερώνει κάποιος κάτι, να του προσθέτει κάτι υγρό για να το κάνω πιο εύπλαστο, πιο μαλακό
- (ελληνιστική σημασία) χαλάρωση, μαλθακότητα, κενό χρόνου, διάλειμμα
- ελάφρυνση, ύφεση
- και στην καθαρεύουσα χαύνωσις: αποχαύνωση, χαύνωση
Πηγές
- χαύνωσις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χαύνωσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.