χαύνωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χαύνωση οι χαυνώσεις
      γενική της χαύνωσης* των χαυνώσεων
    αιτιατική τη χαύνωση τις χαυνώσεις
     κλητική χαύνωση χαυνώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, χαυνώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χαύνωση < (καθαρεύουσα) χαύνωσις < ελληνιστική κοινή χαύνωσις "χαλάρωση" < αρχαία σημασία "σύγχυση"

Ουσιαστικό

χαύνωση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.