χαϊδούκος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | χαϊδούκος | οι | χαϊδούκοι |
| γενική | του | χαϊδούκου | των | χαϊδούκων |
| αιτιατική | τον | χαϊδούκο | τους | χαϊδούκους |
| κλητική | χαϊδούκε | χαϊδούκοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χαϊδούκος < ουγγρική hajdúk, ονομαστική πληθυντικού του hajdú (στρατιώτης (πεζικάριος) του απελευθερωτικού ουγγρικού στρατού τον 17ο αιώνα) < hajtó < hajt
Μεταφράσεις
χαϊδούκος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.