χασισόδενδρο
Νέα ελληνικά (el)

φύλλα χασισόδενδρου
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | χασισόδενδρο | τα | χασισόδενδρα |
| γενική | του | χασισόδενδρου | των | χασισόδενδρων |
| αιτιατική | το | χασισόδενδρο | τα | χασισόδενδρα |
| κλητική | χασισόδενδρο | χασισόδενδρα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
χασισόδενδρο ουδέτερο
- (φυτό) το δένδρο από το οποίο παράγεται το χασίς,
- η κάνναβη, ή καναβουριά
Μεταφράσεις
χασισόδενδρο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.