χαρτορίχτρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χαρτορίχτρα οι χαρτορίχτρες
      γενική της χαρτορίχτρας των χαρτοριχτρών
    αιτιατική τη χαρτορίχτρα τις χαρτορίχτρες
     κλητική χαρτορίχτρα χαρτορίχτρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χαρτορίχτρα < χαρτιά και ρίχνω

Ουσιαστικό

χαρτορίχτρα θηλυκό

  • (επάγγελμα) η χαρτομάντισσα, εκείνη που υποστηρίζει ότι μαντεύει «διαβάζοντας» τα χαρτιά
      Σκεφτείτε μια κοινωνία που να θέλει χαρτορίχτρες, φλυτζανούδες, βλάχους [ορθοπεδικούς] τι να σας πω. Είχαν ειδικότητες. Η μια ήταν ξεματιάστρα. Η άλλη έλυνε τα μάγια, η άλλη έκοβε το λιόκρο, [ τη χρυσή.] Και πολλές έκαναν αλοιφές για όλα. (Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά, Λάμπρο Μίχος, ο φούρναρης και πρακτικός γιατρός της Παραμυθιάς, 2015 )

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.