χαρμάνιασμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | χαρμάνιασμα | τα | χαρμανιάσματα |
| γενική | του | χαρμανιάσματος | των | χαρμανιασμάτων |
| αιτιατική | το | χαρμάνιασμα | τα | χαρμανιάσματα |
| κλητική | χαρμάνιασμα | χαρμανιάσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χαρμάνιασμα < χαρμανιάζω + -μα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη χαρμάνι
Μεταφράσεις
χαρμάνιασμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.