χαρμανιάζω
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
χαρμανιάζω
<
χαρμάνι
+
-ιάζω
Ρήμα
χαρμανιάζω
(
λαϊκότροπο
)
(
αργκό
)
είμαι
χαρμάνης
(
λαϊκότροπο
)
θέλω
κάτι πάρα πολύ
Συγγενικά
→
δείτε
τη
λέξη
χαρμάνι
Μεταφράσεις
χαρμανιάζω
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.