χαρκιδιό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | χαρκιδιό | τα | χαρκιδιά |
| γενική | του | χαρκιδιού | των | χαρκιδιών |
| αιτιατική | το | χαρκιδιό | τα | χαρκιδιά |
| κλητική | χαρκιδιό | χαρκιδιά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χαρκιδιό < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /xaɾ.ciˈðʝo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χαρ‐δι‐κιό
Συνώνυμα
- χαρκιάδικο
Συγγενικά
- χαρκιάς
Πηγές
- Παναγιώτης Κουσαθανάς, επιμ. (²2002), Όρτσ' αλά μπάντα! Αναδρομικός διάπλους στην παλιά Μύκονο. Αθήνα: Εκδόσεις Ίνδικτος & Δήμος Μυκόνου. ISBN 960-518-134-7, σελ. 463.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.