χαπάκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χαπάκι τα χαπάκια
      γενική
    αιτιατική το χαπάκι τα χαπάκια
     κλητική χαπάκι χαπάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χαπάκι < χάπι + κατάληξη υποκοριστικού -άκι

Ουσιαστικό

χαπάκι ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.