χαμηλό επίπεδο
Νέα ελληνικά (el)
Πολυλεκτικός όρος
- φράση που χαρακτηρίζει συμπεριφορές, καταστάσεις που μαρτυρούν ποταπότητα, ευτέλεια, προστυχιά, χυδαιότητα, ταπεινά κίνητρα, έλλειψη παιδείας, αμορφωσιά, ξεπεσμό, βαρβαρότητα, χυδαιότητα, φτωχό, εύκολο, πρόχειρο λόγο διανθισμένο συχνά με βρισιές
Μεταφράσεις
χαμηλό επίπεδο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.