χαμεύνη
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | χαμεύνη | αἱ | χαμεῦναι |
| γενική | τῆς | χαμεύνης | τῶν | χαμευνῶν |
| δοτική | τῇ | χαμεύνῃ | ταῖς | χαμεύναις |
| αιτιατική | τὴν | χαμεύνην | τὰς | χαμεύνᾱς |
| κλητική ὦ! | χαμεύνη | χαμεῦναι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χαμεύνᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | χαμεύναιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
- χαμαιεύνη
- δωρικός τύπος : χαμεύνα
Συγγενικά
- χαμαιευνάς
- χαμαιευνής
- χαμαιεύνης
- χαμευνάς
- χαμευνέω
- χαμεύνης
- χαμευνία
- χαμεύνιον
- χαμευνίς
- χάμευνος
Πηγές
- χαμεύνη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χαμεύνη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.