χαμεύνη

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική χαμεύνη αἱ χαμεῦναι
      γενική τῆς χαμεύνης τῶν χαμευνῶν
      δοτική τῇ χαμεύν ταῖς χαμεύναις
    αιτιατική τὴν χαμεύνην τὰς χαμεύνᾱς
     κλητική ! χαμεύνη χαμεῦναι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χαμεύν
γεν-δοτ τοῖν  χαμεύναιν
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χαμεύνη < χαμαί + εὐνή (κρεβάτι)

Ουσιαστικό

χαμεύνη, -ης θηλυκό

  • χαμαιεύνη
  • δωρικός τύπος: χαμεύνα

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.