αχυρόστρωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αχυρόστρωμα | τα | αχυροστρώματα |
| γενική | του | αχυροστρώματος | των | αχυροστρωμάτων |
| αιτιατική | το | αχυρόστρωμα | τα | αχυροστρώματα |
| κλητική | αχυρόστρωμα | αχυροστρώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
αχυρόστρωμα ουδέτερο
- στρώμα φτιαγμένο από άχυρο
- Αντί όμως να τας μεταχειρισθή προς τοιούτον σκοπόν, είχε προτιμήσει να προσθέση και αυτάς εις άλλας πενήντα χιλιάδας, όπου είχε κρυμμένας εις το αχυρόστρωμα επί του οποίου ευρέθη ένα πρωί νεκρός. (Εμμ. Ροΐδης, Συριανά διηγήματα)
Μεταφράσεις
αχυρόστρωμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.