χαλκονόμισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χαλκονόμισμα τα χαλκονομίσματα
      γενική του χαλκονομίσματος των χαλκονομισμάτων
    αιτιατική το χαλκονόμισμα τα χαλκονομίσματα
     κλητική χαλκονόμισμα χαλκονομίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χαλκονόμισμα < χαλκ(ός) + -ο- + νόμισμα

Προφορά

ΔΦΑ : /xal.koˈno.mi.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χαλκονόμισμα

Ουσιαστικό

χαλκονόμισμα ουδέτερο

  • (νόμισμα) χάλκινο νόμισμα
      Ὁ ἔπαρχος ἔδωκε μίαν δεκάραν εἰς τὴν μάντιδα. Ἔλαβεν αὐτὴ τὸ χαλκονόμισμα καὶ τὸ ἔρριψεν εἰς τὸν κόλπον της.
    Γεώργιος Δροσίνης, Το βοτάνι της αγάπης, στο greek-language.gr

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.