χαλκονόμισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | χαλκονόμισμα | τα | χαλκονομίσματα |
| γενική | του | χαλκονομίσματος | των | χαλκονομισμάτων |
| αιτιατική | το | χαλκονόμισμα | τα | χαλκονομίσματα |
| κλητική | χαλκονόμισμα | χαλκονομίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /xal.koˈno.mi.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χαλ‐κο‐νό‐μι‐σμα
Ουσιαστικό
χαλκονόμισμα ουδέτερο
- (νόμισμα) χάλκινο νόμισμα
- ※ Ὁ ἔπαρχος ἔδωκε μίαν δεκάραν εἰς τὴν μάντιδα. Ἔλαβεν αὐτὴ τὸ χαλκονόμισμα καὶ τὸ ἔρριψεν εἰς τὸν κόλπον της.
- Γεώργιος Δροσίνης, Το βοτάνι της αγάπης, στο greek-language.gr
- ※ Ὁ ἔπαρχος ἔδωκε μίαν δεκάραν εἰς τὴν μάντιδα. Ἔλαβεν αὐτὴ τὸ χαλκονόμισμα καὶ τὸ ἔρριψεν εἰς τὸν κόλπον της.
Μεταφράσεις
χαλκονόμισμα
|
|
Πηγές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- χαλκονόμισμα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.