χαβάγια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | χαβάγια | οι | χαβάγιες |
| γενική | της | χαβάγιας | των | (χαβαγιών) |
| αιτιατική | τη | χαβάγια | τις | χαβάγιες |
| κλητική | χαβάγια | χαβάγιες | ||
| Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χαβάγια < Χαβάη
Ουσιαστικό
χαβάγια θηλυκό
- μουσικό όργανο τών λαών τής Πολυνησίας, κιθάρα που ο μουσικός την κρατά οριζόντια με την πλάτη της στα γόνατά του και φημίζεται για τον μακρόσυρτο, γλυκά μελαγχολικό γεμάτο μουσικές διακυμάνσεις ήχο της
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.