φωτοβολή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φωτοβολή οι φωτοβολές
      γενική της φωτοβολής των φωτοβολών
    αιτιατική τη φωτοβολή τις φωτοβολές
     κλητική φωτοβολή φωτοβολές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φωτοβολή < φωτοβολώ  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά

ΔΦΑ : /fo.to.voˈli/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φωτοβολή

Ουσιαστικό

φωτοβολή θηλυκό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.