φωνιατρική

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η φωνιατρική
      γενική της φωνιατρικής
    αιτιατική τη φωνιατρική
     κλητική φωνιατρική
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φωνιατρική < φων- + ιατρική  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

φωνιατρική θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.