φχαριστώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

φχαριστώ < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική φχαριστῶ < εὐχαριστῶ με αποβολή του αρχικού άτονου [e][1]

Προφορά

ΔΦΑ : /fxa.ɾiˈsto/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φχαριστώ

Ρήμα

φχαριστώ, αόρ.: φχαρίστησα, παθ.φωνή: φχαριστιέμαι, π.αόρ.: φχαριστήθηκα, μτχ.π.π.: φχαριστημένος

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.