φχαριστιέμαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- φχαριστιέμαι < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
φχαριστιέμαι
- άλλη μορφή του ευχαριστιέμαι
- ζηλεύουνε, δεν θέλουνε, ντυμένο να με δούνε // μπατίρη θέλουν να με δουν, για να φχαριστηθούνε ("Ο σαλταδόρος", Μιχάλης Γενίτσαρης)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.